- σχηματοποιΐα
- σχηματο-ποιΐα, ἡ, Gestaltung, Stellung, gew. die Kunst des Pantomimen, durch Gebärden eine Handlung darzustellen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχηματοποιία — σχηματοποιίᾱ , σχηματοποιία configuration fem nom/voc/acc dual σχηματοποιίᾱ , σχηματοποιία configuration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιίᾳ — σχηματοποιίᾱͅ , σχηματοποιία configuration fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σχηματοποιῶ] μσν. σχηματική απεικόνιση αντικειμένου αρχ. 1. (για αστερισμούς) σύμπλεγμα αστέρων 2. (για συγγράμματα) επιτήδευση 3. οι κινήσεις ενός παντομίμου … Dictionary of Greek
σχηματοποιίας — σχηματοποιίᾱς , σχηματοποιία configuration fem acc pl σχηματοποιίᾱς , σχηματοποιία configuration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιίαι — σχηματοποιίᾱͅ , σχηματοποιία configuration fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιίαν — σχηματοποιίᾱν , σχηματοποιία configuration fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)